- ἐξαγωγικά
- ἐξαγωγικόςofneut nom/voc/acc plἐξαγωγικά̱ , ἐξαγωγικόςoffem nom/voc/acc dualἐξαγωγικά̱ , ἐξαγωγικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
εξαγωγικός — ή, ό (Α ἐξαγωγικός, ή, όν) [εξάγω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο») νεοελλ. ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα») … Dictionary of Greek